- σάρκειος
- σάρκ-ειος, α, ον,A fleshy, Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.542.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάρκειος — εία, ον, Α [σάρξ, σαρκός] αυτός που αποτελείται από σάρκα, από κρέας, ο κρεάτινος … Dictionary of Greek
σαρκείῳ — σάρκειος fleshy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek